- ευκολοσήκωτος
- η , ο легко поднимаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευκολοσήκωτος — η, ο 1. αυτός τον οποίο μπορεί να σηκώσει κάποιος εύκολα («ευκολοσήκωτα βάρη») 2. αυτός τον οποίο μπορεί να μετακινήσει κάποιος εύκολα («ευκολοσήκωτα έπιπλα») … Dictionary of Greek
ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… … Dictionary of Greek